φρητία

φρητία
φρητίᾱ , φρητία
fem nom/voc/acc dual
φρητίᾱ , φρητία
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
φρητίον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φρητία — (I) ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «στόμα φρέατος». [ΕΤΥΜΟΛ. < φρεατία, με συναίρεση τών εα ]. (II) ἡ, Α φρατρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρᾱτ < θ. φρατρ της λ. φράτηρ* (βλ. και λ. φατρία, φράτρα) με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου ρ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”